Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κισσάω
κισσήρης
κίσσηρις
κίσσινος
Κίσσιος
κισσοκόμης
κισσοποίητος
κισσός
κισσοστέφανος
κισσοστεφής
κισσοφορέω
κισσοφόρος
κισσόω
κισσύβιον
κισσωτός
κίστη
κιστίς
κιστοφόρος
κιχάνω
κιχήλα
κίχλη
View word page
κισσοφορέω
κισσοφορέω κισσοφορέω, to be decked with ivy, Anth.

ShortDef

to be decked with ivy

Debugging

Headword:
κισσοφορέω
Headword (normalized):
κισσοφορέω
Headword (normalized/stripped):
κισσοφορεω
IDX:
17997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18015
Key:
kissofore/w

Data

{'content': 'κισσοφορέω\n κισσοφορέω,\n to be decked with ivy, Anth.', 'key': 'kissofore/w'}