Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κινητικός
κιννάμωμον
κίνυγμα
κίνυμαι
κινύρομαι
κινυρός
κινύσσομαι
κιόκρανον
Κίρκη
κίρκος
κιρκόω
κιρνάω
κίσηρις
κίς
κίσσα
κισσάω
κισσήρης
κίσσηρις
κίσσινος
Κίσσιος
κισσοκόμης
View word page
κιρκόω
κιρκόω from κίρκος κιρκόω, fut. -ώσω to hoop round, secure with rings, Aesch.
ShortDef
to hoop round, secure with rings
Debugging
Headword:
κιρκόω
Headword (normalized):
κιρκόω
Headword (normalized/stripped):
κιρκοω
IDX:
17982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18000
Key:
kirko/w
Data
{'content': 'κιρκόω\n from κίρκος\n κιρκόω,\n fut. -ώσω\n to hoop round, secure with rings, Aesch.', 'key': 'kirko/w'}