Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
View word page
ἄγκος
ἄγκος a bend: hence a mountain glen, dell, valley, Hom., Hdt., Eur.

ShortDef

a mountain glen, ravine

Debugging

Headword:
ἄγκος
Headword (normalized):
ἄγκος
Headword (normalized/stripped):
αγκος
IDX:
180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n180
Key:
a)/gkos

Data

{'content': 'ἄγκος\n a bend: hence a mountain glen, dell, valley, Hom., Hdt., Eur.', 'key': 'a)/gkos'}