Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄβαλε
ἀβαρής
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἄβατος
ἀββα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἀβέβαιος
ἀβέβηλος
ἀβελτερία
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
View word page
ἀβέβαιος
ἀβέβαιος uncertain, unsteady; τὸ ἀβέβαιον ἀβεβαιότης, Luc. of persons, unstable, Dem., etc.

ShortDef

uncertain, unsteady

Debugging

Headword:
ἀβέβαιος
Headword (normalized):
ἀβέβαιος
Headword (normalized/stripped):
αβεβαιος
IDX:
18
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18
Key:
a)be/baios

Data

{'content': 'ἀβέβαιος\n uncertain, unsteady; τὸ ἀβέβαιον ἀβεβαιότης, Luc.\n of persons, unstable, Dem., etc.', 'key': 'a)be/baios'}