Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κινητέος
κινητήρ
κινητής
κινητικός
κιννάμωμον
κίνυγμα
κίνυμαι
κινύρομαι
κινυρός
κινύσσομαι
κιόκρανον
Κίρκη
κίρκος
κιρκόω
κιρνάω
κίσηρις
κίς
κίσσα
κισσάω
κισσήρης
κίσσηρις
View word page
κιόκρανον
κιόκρανον κῑό-κρᾱνον, ου, τό, κίων, κράνιον the capital of a column, Xen.
ShortDef
the capital of a column
Debugging
Headword:
κιόκρανον
Headword (normalized):
κιόκρανον
Headword (normalized/stripped):
κιοκρανον
IDX:
17979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17997
Key:
kio/kranon
Data
{'content': 'κιόκρανον\n κῑό-κρᾱνον, ου, τό,\n κίων, κράνιον\n the capital of a column, Xen.', 'key': 'kio/kranon'}