Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κίνημα
κίνησις
κινητέος
κινητήρ
κινητής
κινητικός
κιννάμωμον
κίνυγμα
κίνυμαι
κινύρομαι
κινυρός
κινύσσομαι
κιόκρανον
Κίρκη
κίρκος
κιρκόω
κιρνάω
κίσηρις
κίς
κίσσα
κισσάω
View word page
κινυρός
κινυρός .κῐνῠρός, ά, όν wailing, plaintive, Il.
ShortDef
wailing, plaintive
Debugging
Headword:
κινυρός
Headword (normalized):
κινυρός
Headword (normalized/stripped):
κινυρος
IDX:
17977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17995
Key:
kinuro/s
Data
{'content': 'κινυρός\n .κῐνῠρός, ά, όν\n wailing, plaintive, Il.', 'key': 'kinuro/s'}