Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κινδυνεύω
κίνδυνος
κινέω
κινηθμός
κίνημα
κίνησις
κινητέος
κινητήρ
κινητής
κινητικός
κιννάμωμον
κίνυγμα
κίνυμαι
κινύρομαι
κινυρός
κινύσσομαι
κιόκρανον
Κίρκη
κίρκος
κιρκόω
κιρνάω
View word page
κιννάμωμον
κιννάμωμον κιννάμωμον, ου, τό, cinnamon, a word borrowed from the Phoenicians, Hdt.

ShortDef

cinnamon

Debugging

Headword:
κιννάμωμον
Headword (normalized):
κιννάμωμον
Headword (normalized/stripped):
κινναμωμον
IDX:
17973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17991
Key:
kinna/mwmon

Data

{'content': 'κιννάμωμον\n κιννάμωμον, ου, τό,\n cinnamon, a word borrowed from the Phoenicians, Hdt.', 'key': 'kinna/mwmon'}