Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινέω
κινηθμός
κίνημα
κίνησις
κινητέος
κινητήρ
κινητής
κινητικός
κιννάμωμον
κίνυγμα
κίνυμαι
κινύρομαι
κινυρός
κινύσσομαι
κιόκρανον
Κίρκη
κίρκος
κιρκόω
View word page
κινητικός
κινητικός κῑνητικός, ή, όν κινέω of or for putting in motion, Xen.

ShortDef

of or for putting in motion, exciting, seditious, mobile

Debugging

Headword:
κινητικός
Headword (normalized):
κινητικός
Headword (normalized/stripped):
κινητικος
IDX:
17972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17990
Key:
kinhtiko/s

Data

{'content': 'κινητικός\n κῑνητικός, ή, όν\n κινέω\n of or for putting in motion, Xen.', 'key': 'kinhtiko/s'}