Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κινδύνευμα
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινέω
κινηθμός
κίνημα
κίνησις
κινητέος
κινητήρ
κινητής
κινητικός
κιννάμωμον
κίνυγμα
κίνυμαι
κινύρομαι
κινυρός
κινύσσομαι
κιόκρανον
View word page
κινητέος
κινητέος κῑνητέος, α, ον verb. adj. of κινέω to be moved, Plat. κινητέον, one must call into play, Plat.
ShortDef
to be moved
Debugging
Headword:
κινητέος
Headword (normalized):
κινητέος
Headword (normalized/stripped):
κινητεος
IDX:
17969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17987
Key:
kinhte/os
Data
{'content': 'κινητέος\n κῑνητέος, α, ον\n verb. adj. of κινέω\n to be moved, Plat.\n κινητέον, one must call into play, Plat.', 'key': 'kinhte/os'}