Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κιναιδία
κίναιδος
κινδύνευμα
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινέω
κινηθμός
κίνημα
κίνησις
κινητέος
κινητήρ
κινητής
κινητικός
κιννάμωμον
κίνυγμα
κίνυμαι
κινύρομαι
κινυρός
View word page
κίνημα
κίνημα κί_νημα, ατος, τό, κινέω a motion, movement, Plut.
ShortDef
a motion, movement
Debugging
Headword:
κίνημα
Headword (normalized):
κίνημα
Headword (normalized/stripped):
κινημα
IDX:
17967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17985
Key:
ki/nhma
Data
{'content': 'κίνημα\n κί_νημα, ατος, τό,\n κινέω\n a motion, movement, Plut.', 'key': 'ki/nhma'}