Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Κιμμέριοι
Κιμωλία
κινάβρα
κιναβράω
κίναδος
κινάθισμα
κιναιδία
κίναιδος
κινδύνευμα
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινέω
κινηθμός
κίνημα
κίνησις
κινητέος
κινητήρ
κινητής
View word page
κινδυνευτής
κινδυνευτής κινδῡνευτής, οῦ, a daring, venturesome person, Thuc. from κινδυνεύω

ShortDef

a daring, venturesome person

Debugging

Headword:
κινδυνευτής
Headword (normalized):
κινδυνευτής
Headword (normalized/stripped):
κινδυνευτης
IDX:
17961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17979
Key:
kinduneuth/s

Data

{'content': 'κινδυνευτής\n κινδῡνευτής, οῦ,\n a daring, venturesome person, Thuc.\n from κινδυνεύω', 'key': 'kinduneuth/s'}