Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κίλλος
κίμβιξ
Κιμμερικός
Κιμμέριοι
Κιμωλία
κινάβρα
κιναβράω
κίναδος
κινάθισμα
κιναιδία
κίναιδος
κινδύνευμα
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινέω
κινηθμός
κίνημα
κίνησις
View word page
κίναιδος
κίναιδος κίναιδος (ῐ), ὁ, Lat. cinaedus, a lewd fellow, Plat.

ShortDef

(sexual insult) low-life

Debugging

Headword:
κίναιδος
Headword (normalized):
κίναιδος
Headword (normalized/stripped):
κιναιδος
IDX:
17958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17976
Key:
ki/naidos

Data

{'content': 'κίναιδος\n κίναιδος (ῐ), ὁ,\n Lat. cinaedus, a lewd fellow, Plat.', 'key': 'ki/naidos'}