Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κίκω
Κίλιξ
κιλλίβας
κίλλος
κίμβιξ
Κιμμερικός
Κιμμέριοι
Κιμωλία
κινάβρα
κιναβράω
κίναδος
κινάθισμα
κιναιδία
κίναιδος
κινδύνευμα
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινέω
View word page
κίναδος
κίναδος κίνᾰδος (ῐ), εος, a fox: hence of a cunning rogue, Soph., Ar., etc.:—in Theocr. the voc. κίναδε implies a masc. form κίναδος, ου. Sicilian word.

ShortDef

a fox

Debugging

Headword:
κίναδος
Headword (normalized):
κίναδος
Headword (normalized/stripped):
κιναδος
IDX:
17955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17973
Key:
ki/nados

Data

{'content': 'κίναδος\n κίνᾰδος (ῐ), εος,\n a fox: hence of a cunning rogue, Soph., Ar., etc.:—in Theocr. the voc. κίναδε implies a masc. form κίναδος, ου.\n Sicilian word.', 'key': 'ki/nados'}