Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κίκιννος
κίκι
κικκαβαῦ
κικλήσκω
Κίκυννα
κῖκυς
κίκω
Κίλιξ
κιλλίβας
κίλλος
κίμβιξ
Κιμμερικός
Κιμμέριοι
Κιμωλία
κινάβρα
κιναβράω
κίναδος
κινάθισμα
κιναιδία
κίναιδος
κινδύνευμα
View word page
κίμβιξ
κίμβιξ κίμβιξ, ῑκος, ὁ, a niggard, Arist. deriv. uncertain

ShortDef

a niggard

Debugging

Headword:
κίμβιξ
Headword (normalized):
κίμβιξ
Headword (normalized/stripped):
κιμβιξ
IDX:
17949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17967
Key:
ki/mbic

Data

{'content': 'κίμβιξ\n κίμβιξ, ῑκος, ὁ,\n a niggard, Arist.\n deriv. uncertain', 'key': 'ki/mbic'}