Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κιθαρῳδικός
κιθαρῳδός
κίκιννος
κίκι
κικκαβαῦ
κικλήσκω
Κίκυννα
κῖκυς
κίκω
Κίλιξ
κιλλίβας
κίλλος
κίμβιξ
Κιμμερικός
Κιμμέριοι
Κιμωλία
κινάβρα
κιναβράω
κίναδος
κινάθισμα
κιναιδία
View word page
κιλλίβας
κιλλίβας κιλλί-βας, αντος, in pl. κιλλίβαντες, a three-legged stand for supporting any thing, κιλλίβαντες ἀσπίδος a shield- stand, Ar.

ShortDef

a three-legged stand

Debugging

Headword:
κιλλίβας
Headword (normalized):
κιλλίβας
Headword (normalized/stripped):
κιλλιβας
IDX:
17947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17965
Key:
killi/bas

Data

{'content': 'κιλλίβας\n κιλλί-βας, αντος,\n in pl. κιλλίβαντες, a three-legged stand for supporting any thing, κιλλίβαντες ἀσπίδος a shield- stand, Ar.', 'key': 'killi/bas'}