Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηώεις
κιβδηλεύω
κιβδηλία
κίβδηλος
κίβδος
κίβισις
κιβώτιον
κιβωτός
κιγκλίζω
κιγκλίς
κίγκλος
κίδναμαι
κιθάρα
κιθαρίζω
κιθάρισις
κιθάρισμα
κίθαρις
κιθαριστής
κιθαριστικός
κιθαριστύς
κιθαρῳδέω
View word page
κίγκλος
κίγκλος .κίγκλος, ὁ, prob. a kind of wagtail, Theogn.

ShortDef

wagtail

Debugging

Headword:
κίγκλος
Headword (normalized):
κίγκλος
Headword (normalized/stripped):
κιγκλος
IDX:
17925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17943
Key:
ki/gklos

Data

{'content': 'κίγκλος\n .κίγκλος, ὁ,\n prob. a kind of wagtail, Theogn.', 'key': 'ki/gklos'}