Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηφηνώδης
Κηφισός
κηώδης
κηώεις
κιβδηλεύω
κιβδηλία
κίβδηλος
κίβδος
κίβισις
κιβώτιον
κιβωτός
κιγκλίζω
κιγκλίς
κίγκλος
κίδναμαι
κιθάρα
κιθαρίζω
κιθάρισις
κιθάρισμα
κίθαρις
κιθαριστής
View word page
κιβωτός
κιβωτός κῑβωτός, ἡ, a wooden box, chest, coffer, Ar. deriv. uncertain
ShortDef
a wooden box, chest, coffer
Debugging
Headword:
κιβωτός
Headword (normalized):
κιβωτός
Headword (normalized/stripped):
κιβωτος
IDX:
17922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17940
Key:
kibwto/s
Data
{'content': 'κιβωτός\n κῑβωτός, ἡ,\n a wooden box, chest, coffer, Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'kibwto/s'}