Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύλος
κῆρυξ
κηρύσσω
κήτειος
κῆτος
κητοφόνος
κητώεις
κηφήν
κηφηνώδης
Κηφισός
κηώδης
View word page
κηρύλος
κηρύλος κηρύλος (ῠ), ὁ, the halcyon. The form κείρυλος, is a joke in Ar., the barber Sporgilos being called (from κείρω), rasor-bird.
ShortDef
the halcyon
Debugging
Headword:
κηρύλος
Headword (normalized):
κηρύλος
Headword (normalized/stripped):
κηρυλος
IDX:
17904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17922
Key:
khru/los
Data
{'content': 'κηρύλος\n κηρύλος (ῠ), ὁ,\n the halcyon. The form κείρυλος, is a joke in Ar., the barber Sporgilos being called (from κείρω), rasor-bird.', 'key': 'khru/los'}