Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύλος
κῆρυξ
κηρύσσω
κήτειος
κῆτος
κητοφόνος
κητώεις
κηφήν
κηφηνώδης
Κηφισός
View word page
κηρυκικός
κηρυκικός κηρῡκικός, ή, όν κῆρυξ of heralds, Plat.

ShortDef

of heralds

Debugging

Headword:
κηρυκικός
Headword (normalized):
κηρυκικός
Headword (normalized/stripped):
κηρυκικος
IDX:
17903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17921
Key:
khrukiko/s

Data

{'content': 'κηρυκικός\n κηρῡκικός, ή, όν\n κῆρυξ\n of heralds, Plat.', 'key': 'khrukiko/s'}