Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύλος
κῆρυξ
κηρύσσω
κήτειος
κῆτος
κητοφόνος
κητώεις
κηφήν
View word page
κηρύκευμα
κηρύκευμα κηρύ_κευμα, ατος, τό, a proclamation, message, Aesch.
ShortDef
a proclamation, message
Debugging
Headword:
κηρύκευμα
Headword (normalized):
κηρύκευμα
Headword (normalized/stripped):
κηρυκευμα
IDX:
17901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17919
Key:
khru/keuma
Data
{'content': 'κηρύκευμα\n κηρύ_κευμα, ατος, τό,\n a proclamation, message, Aesch.', 'key': 'khru/keuma'}