Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύλος
κῆρυξ
κηρύσσω
κήτειος
κῆτος
κητοφόνος
κητώεις
View word page
κηρύκειον
κηρύκειον κᾱρύκειον, ου, τό, κῆρυξ a heraldʼs wand, Lat. caduceus, Hdt., Thuc.
ShortDef
a herald's wand
Debugging
Headword:
κηρύκειον
Headword (normalized):
κηρύκειον
Headword (normalized/stripped):
κηρυκειον
IDX:
17900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17918
Key:
khru/keion
Data
{'content': 'κηρύκειον\n κᾱρύκειον, ου, τό,\n κῆρυξ\n a heraldʼs wand, Lat. caduceus, Hdt., Thuc.', 'key': 'khru/keion'}