Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύλος
κῆρυξ
κηρύσσω
κήτειος
κῆτος
κητοφόνος
View word page
κηρυκεία
κηρυκεία κῆρυξ the office of herald or crier, Hdt., Plat.

ShortDef

the office of herald

Debugging

Headword:
κηρυκεία
Headword (normalized):
κηρυκεία
Headword (normalized/stripped):
κηρυκεια
IDX:
17899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17917
Key:
khrukei/a

Data

{'content': 'κηρυκεία\n κῆρυξ\n the office of herald or crier, Hdt., Plat.', 'key': 'khrukei/a'}