Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύλος
κῆρυξ
View word page
κηρόχυτος
κηρόχυτος κηρό-χῠτος, ον moulded of wax.

ShortDef

moulded of wax

Debugging

Headword:
κηρόχυτος
Headword (normalized):
κηρόχυτος
Headword (normalized/stripped):
κηροχυτος
IDX:
17895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17913
Key:
khro/xutos

Data

{'content': 'κηρόχυτος\n κηρό-χῠτος, ον\n moulded of wax.', 'key': 'khro/xutos'}