Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύλος
View word page
κηροχυτέω
κηροχυτέω κηρο-χῠτέω, to make waxen cells, Anth. from κηρόχῠτος

ShortDef

to make waxen cells

Debugging

Headword:
κηροχυτέω
Headword (normalized):
κηροχυτέω
Headword (normalized/stripped):
κηροχυτεω
IDX:
17894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17912
Key:
khroxute/w

Data

{'content': 'κηροχυτέω\n κηρο-χῠτέω,\n to make waxen cells, Anth.\n from κηρόχῠτος', 'key': 'khroxute/w'}