Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
View word page
κηροχίτων
κηροχίτων κηρο-χίτων (ῐ), ωνος, clad in wax, Anth.
ShortDef
clad in wax
Debugging
Headword:
κηροχίτων
Headword (normalized):
κηροχίτων
Headword (normalized/stripped):
κηροχιτων
IDX:
17893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17911
Key:
khroxi/twn
Data
{'content': 'κηροχίτων\n κηρο-χίτων (ῐ), ωνος,\n clad in wax, Anth.', 'key': 'khroxi/twn'}