Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκευμα
κηρυκεύω
View word page
κηρότροφος
κηρότροφος κηρό-τροφος, ον τρέφω waxen, Anth.

ShortDef

waxen

Debugging

Headword:
κηρότροφος
Headword (normalized):
κηρότροφος
Headword (normalized/stripped):
κηροτροφος
IDX:
17892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17910
Key:
khrotro/fos

Data

{'content': 'κηρότροφος\n κηρό-τροφος, ον\n τρέφω\n waxen, Anth.', 'key': 'khrotro/fos'}