Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκευμα
View word page
κηροτέχνης
κηροτέχνης κηρο-τέχνης, ου, a modeller in wax, Anacreont.
ShortDef
a modeller in wax
Debugging
Headword:
κηροτέχνης
Headword (normalized):
κηροτέχνης
Headword (normalized/stripped):
κηροτεχνης
IDX:
17891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17909
Key:
khrote/xnhs
Data
{'content': 'κηροτέχνης\n κηρο-τέχνης, ου,\n a modeller in wax, Anacreont.', 'key': 'khrote/xnhs'}