Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
κηρυκεία
View word page
κηρόπλαστος
κηρόπλαστος κηρό-πλαστος, ον moulded of wax, waxen, Anth. = κηρόδετος, Aesch.

ShortDef

moulded of wax, waxen

Debugging

Headword:
κηρόπλαστος
Headword (normalized):
κηρόπλαστος
Headword (normalized/stripped):
κηροπλαστος
IDX:
17889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17907
Key:
khro/plastos

Data

{'content': 'κηρόπλαστος\n κηρό-πλαστος, ον\n moulded of wax, waxen, Anth.\n = κηρόδετος, Aesch.', 'key': 'khro/plastos'}