κηρόπλαστος
κηρόπλαστος
κηρό-πλαστος, ον
moulded of wax, waxen, Anth.
= κηρόδετος, Aesch.
{
"content": "κηρόπλαστος\n κηρό-πλαστος, ον\n moulded of wax, waxen, Anth.\n = κηρόδετος, Aesch.",
"key": "khro/plastos"
}