Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
κήρυγμα
View word page
κηροπαγής
κηροπαγής κηρο-πᾰγής, ές πήγνυμι fastened with wax, Anth.
ShortDef
fastened with wax
Debugging
Headword:
κηροπαγής
Headword (normalized):
κηροπαγής
Headword (normalized/stripped):
κηροπαγης
IDX:
17888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17906
Key:
khropagh/s
Data
{'content': 'κηροπαγής\n κηρο-πᾰγής, ές\n πήγνυμι\n fastened with wax, Anth.', 'key': 'khropagh/s'}