Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κήρ
κῆρ
View word page
κηρόω
κηρόω κηρός Mid. to form for oneself of wax, Anth.
ShortDef
wax over
Debugging
Headword:
κηρόω
Headword (normalized):
κηρόω
Headword (normalized/stripped):
κηροω
IDX:
17887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17905
Key:
khro/omai
Data
{'content': 'κηρόω\n κηρός\n Mid. to form for oneself of wax, Anth.', 'key': 'khro/omai'}