Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
κηροχυτέω
View word page
κηροδέτης
κηροδέτης κηρο-δέτης, ου, = κηρόδετος, Eur.

ShortDef

bound or joined with wax

Debugging

Headword:
κηροδέτης
Headword (normalized):
κηροδέτης
Headword (normalized/stripped):
κηροδετης
IDX:
17884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17902
Key:
khrode/ths

Data

{'content': 'κηροδέτης\n κηρο-δέτης, ου,\n = κηρόδετος, Eur.', 'key': 'khrode/ths'}