Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
κηροχίτων
View word page
κηριτρεφής
κηριτρεφής κηρι-τρεφής, ές τρέφω born to misery, Hes.

ShortDef

born to misery

Debugging

Headword:
κηριτρεφής
Headword (normalized):
κηριτρεφής
Headword (normalized/stripped):
κηριτρεφης
IDX:
17883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17901
Key:
khritrefh/s

Data

{'content': 'κηριτρεφής\n κηρι-τρεφής, ές\n τρέφω\n born to misery, Hes.', 'key': 'khritrefh/s'}