Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
κηρότροφος
View word page
κηρίον
κηρίον κηρίον, ου, τό, κηρός a honeycomb, Lat. favus, Hes., Hdt., etc.; also, κηρίον σφηκῶν Hdt. a wax tablet, Anth.

ShortDef

a honeycomb

Debugging

Headword:
κηρίον
Headword (normalized):
κηρίον
Headword (normalized/stripped):
κηριον
IDX:
17882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17900
Key:
khri/on

Data

{'content': 'κηρίον\n κηρίον, ου, τό,\n κηρός\n a honeycomb, Lat. favus, Hes., Hdt., etc.; also, κηρίον σφηκῶν Hdt.\n a wax tablet, Anth.', 'key': 'khri/on'}