Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
View word page
ἀγκοίνη
ἀγκοίνη ἄγκος poet. for ἀγκάλη or ἀγκών, the bent arm, only in pl., Hom.

ShortDef

the bent arm; see ἄγκοινα

Debugging

Headword:
ἀγκοίνη
Headword (normalized):
ἀγκοίνη
Headword (normalized/stripped):
αγκοινη
IDX:
179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n179
Key:
a)gkoi/nh

Data

{'content': 'ἀγκοίνη\n ἄγκος\n poet. for ἀγκάλη or ἀγκών, the bent arm, only in pl., Hom.', 'key': 'a)gkoi/nh'}