Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
κηροτέχνης
View word page
κηριοκλέπτης
κηριοκλέπτης κηριο-κλέπτης, ου, stealer of honeycombs, Theocr.

ShortDef

stealer of honeycombs

Debugging

Headword:
κηριοκλέπτης
Headword (normalized):
κηριοκλέπτης
Headword (normalized/stripped):
κηριοκλεπτης
IDX:
17881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17899
Key:
khriokle/pths

Data

{'content': 'κηριοκλέπτης\n κηριο-κλέπτης, ου,\n stealer of honeycombs, Theocr.', 'key': 'khriokle/pths'}