Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κήπευμα
κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
κηρός
View word page
κήρινος
κήρινος κήρῐνος, η, ον κηρός of wax, waxen, Plat.: metaph. pliable as wax (Hor., cereus in vitium flecti), Plat.

ShortDef

of wax, waxen

Debugging

Headword:
κήρινος
Headword (normalized):
κήρινος
Headword (normalized/stripped):
κηρινος
IDX:
17880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17898
Key:
kh/rinos

Data

{'content': 'κήρινος\n κήρῐνος, η, ον\n κηρός\n of wax, waxen, Plat.: metaph. pliable as wax (Hor., cereus in vitium flecti), Plat.', 'key': 'kh/rinos'}