Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κήξ
κήπευμα
κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
κηρόπλαστος
View word page
κηρεσσιφόρητος
κηρεσσιφόρητος κηρεσσι-φόρητος, ον κήρ, φορέω urged on by the Κῆρες, Il.
ShortDef
urged on by the Κῆρες
Debugging
Headword:
κηρεσσιφόρητος
Headword (normalized):
κηρεσσιφόρητος
Headword (normalized/stripped):
κηρεσσιφορητος
IDX:
17879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17897
Key:
*khressifo/rhtos
Data
{'content': 'κηρεσσιφόρητος\n κηρεσσι-φόρητος, ον\n κήρ, φορέω\n urged on by the Κῆρες, Il.', 'key': '*khressifo/rhtos'}