κηρεσσιφόρητος
κηρεσσιφόρητος
κηρεσσι-φόρητος, ον
κήρ, φορέω
urged on by the Κῆρες, Il.
{ "content": "κηρεσσιφόρητος\n κηρεσσι-φόρητος, ον\n κήρ, φορέω\n urged on by the Κῆρες, Il.", "key": "*khressifo/rhtos" }