Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κῆνσος
κήξ
κήπευμα
κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
κηροπαγής
View word page
κηραίνω
κηραίνω κηραίνω, κῆρ to be sick at heart, to be disquieted, anxious, Eur.
ShortDef
harm, destroy
to be sick at heart, to be disquieted, anxious
Debugging
Headword:
κηραίνω
Headword (normalized):
κηραίνω
Headword (normalized/stripped):
κηραινω
IDX:
17878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17896
Key:
khrai/nw2
Data
{'content': 'κηραίνω\n κηραίνω,\n κῆρ\n to be sick at heart, to be disquieted, anxious, Eur.', 'key': 'khrai/nw2'}