Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κημόω
κῆνσος
κήξ
κήπευμα
κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
κηρόω
View word page
κηπουρός
κηπουρός κηπ-ουρός, οῦ, keeper of a garden, a gardener.

ShortDef

keeper of a garden, a gardener

Debugging

Headword:
κηπουρός
Headword (normalized):
κηπουρός
Headword (normalized/stripped):
κηπουρος
IDX:
17877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17895
Key:
khpouro/s

Data

{'content': 'κηπουρός\n κηπ-ουρός, οῦ,\n keeper of a garden, a gardener.', 'key': 'khpouro/s'}