Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κημός
κημόω
κῆνσος
κήξ
κήπευμα
κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
κηρόθι
View word page
κηπουρικός
κηπουρικός κηπουρικός, ή, όν of or for gardening, Plat. from κηπουρός

ShortDef

of or for gardening, skilled in gardening

Debugging

Headword:
κηπουρικός
Headword (normalized):
κηπουρικός
Headword (normalized/stripped):
κηπουρικος
IDX:
17876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17894
Key:
khpouriko/s

Data

{'content': 'κηπουρικός\n κηπουρικός, ή, όν\n of or for gardening, Plat.\n from κηπουρός', 'key': 'khpouriko/s'}