Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κήλων
κημός
κημόω
κῆνσος
κήξ
κήπευμα
κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
κηρόδετος
View word page
κῆπος
κῆπος a garden, orchard, plantation, Od.:—of any fertile region, Ἀφροδίτης κᾶπος, i. e. Cyrene, Pind.; Διὸς κ., i. e. Libya, Pind., etc.:— οἱ Ἀδώνιδος κῆποι, v. Ἄδωνις 2.

ShortDef

a garden, orchard, plantation

Debugging

Headword:
κῆπος
Headword (normalized):
κῆπος
Headword (normalized/stripped):
κηπος
IDX:
17875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17893
Key:
kh=pos

Data

{'content': 'κῆπος\n a garden, orchard, plantation, Od.:—of any fertile region, Ἀφροδίτης κᾶπος, i. e. Cyrene, Pind.; Διὸς κ., i. e. Libya, Pind., etc.:— οἱ Ἀδώνιδος κῆποι, v. Ἄδωνις 2.', 'key': 'kh=pos'}