Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κῆλον
κήλων
κημός
κημόω
κῆνσος
κήξ
κήπευμα
κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
κηρίον
κηριτρεφής
κηροδέτης
View word page
κηπολόγος
κηπολόγος κηπο-λόγος, ον λέγω teaching in a garden, Anth.
ShortDef
teaching in a garden
Debugging
Headword:
κηπολόγος
Headword (normalized):
κηπολόγος
Headword (normalized/stripped):
κηπολογος
IDX:
17874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17892
Key:
khpolo/gos
Data
{'content': 'κηπολόγος\n κηπο-λόγος, ον\n λέγω\n teaching in a garden, Anth.', 'key': 'khpolo/gos'}