Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηλήτης
κηλιδόω
κηλίς
κῆλον
κήλων
κημός
κημόω
κῆνσος
κήξ
κήπευμα
κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηριοκλέπτης
View word page
κηπεύς
κηπεύς κηπεύς, έως, κῆπος a gardener, Anth.

ShortDef

a gardener

Debugging

Headword:
κηπεύς
Headword (normalized):
κηπεύς
Headword (normalized/stripped):
κηπευς
IDX:
17871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17889
Key:
khpeu/s

Data

{'content': 'κηπεύς\n κηπεύς, έως,\n κῆπος\n a gardener, Anth.', 'key': 'khpeu/s'}