Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηλητήριος
κηλήτης
κηλιδόω
κηλίς
κῆλον
κήλων
κημός
κημόω
κῆνσος
κήξ
κήπευμα
κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
View word page
κήπευμα
κήπευμα κήπευμα, ατος, τό, κηπεύω a garden-flower, Ar.
ShortDef
a garden-flower
Debugging
Headword:
κήπευμα
Headword (normalized):
κήπευμα
Headword (normalized/stripped):
κηπευμα
IDX:
17870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17888
Key:
kh/peuma
Data
{'content': 'κήπευμα\n κήπευμα, ατος, τό,\n κηπεύω\n a garden-flower, Ar.', 'key': 'kh/peuma'}