Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κήλημα
κήλη
κήλησις
κηλητήριος
κηλήτης
κηλιδόω
κηλίς
κῆλον
κήλων
κημός
κημόω
κῆνσος
κήξ
κήπευμα
κηπεύς
κηπεύω
κηπίον
κηπολόγος
κῆπος
κηπουρικός
κηπουρός
View word page
κημόω
κημόω κημόω, κημός to muzzle a horse, Xen.
ShortDef
to muzzle
Debugging
Headword:
κημόω
Headword (normalized):
κημόω
Headword (normalized/stripped):
κημοω
IDX:
17867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17885
Key:
khmo/w
Data
{'content': 'κημόω\n κημόω,\n κημός\n to muzzle a horse, Xen.', 'key': 'khmo/w'}