Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κήδω
κηθάριον
κηκίς
κηκίω
κήλεος
κηλέω
κηληθμός
κήλημα
κήλη
κήλησις
κηλητήριος
κηλήτης
κηλιδόω
κηλίς
κῆλον
κήλων
κημός
κημόω
κῆνσος
κήξ
κήπευμα
View word page
κηλητήριος
κηλητήριος κηλητήριος, α, ον κηλέω charming, appeasing, Eur.; τὸ κ. κήλημα, Soph.
ShortDef
charming, appeasing
Debugging
Headword:
κηλητήριος
Headword (normalized):
κηλητήριος
Headword (normalized/stripped):
κηλητηριος
IDX:
17860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17878
Key:
khlhth/rios
Data
{'content': 'κηλητήριος\n κηλητήριος, α, ον\n κηλέω\n charming, appeasing, Eur.; τὸ κ. κήλημα, Soph.', 'key': 'khlhth/rios'}