Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κῆδος
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηκίς
κηκίω
κήλεος
κηλέω
κηληθμός
κήλημα
κήλη
κήλησις
κηλητήριος
κηλήτης
κηλιδόω
κηλίς
κῆλον
κήλων
κημός
κημόω
κῆνσος
View word page
κήλη
κήλη a tumor, esp. a rupture, Lat. hernia, Anth.
ShortDef
a tumor, rupture, hernia
Debugging
Headword:
κήλη
Headword (normalized):
κήλη
Headword (normalized/stripped):
κηλη
IDX:
17858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17876
Key:
kh/lh
Data
{'content': 'κήλη\n a tumor, esp. a rupture, Lat. hernia, Anth.', 'key': 'kh/lh'}