Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηδεύω
κήδιστος
κῆδος
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηκίς
κηκίω
κήλεος
κηλέω
κηληθμός
κήλημα
κήλη
κήλησις
κηλητήριος
κηλήτης
κηλιδόω
κηλίς
κῆλον
κήλων
κημός
View word page
κηληθμός
κηληθμός κηληθμός, οῦ, κηλέω enchantment, fascination, Od.
ShortDef
enchantment, fascination
Debugging
Headword:
κηληθμός
Headword (normalized):
κηληθμός
Headword (normalized/stripped):
κηληθμος
IDX:
17856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17874
Key:
khlhqmo/s
Data
{'content': 'κηληθμός\n κηληθμός, οῦ,\n κηλέω\n enchantment, fascination, Od.', 'key': 'khlhqmo/s'}