Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κηδεστία
κήδευμα
κηδευτής
κηδεύω
κήδιστος
κῆδος
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηκίς
κηκίω
κήλεος
κηλέω
κηληθμός
κήλημα
κήλη
κήλησις
κηλητήριος
κηλήτης
κηλιδόω
κηλίς
View word page
κηκίω
κηκίω κηκίς to gush or ooze, Od., Soph.:—Pass., αἱμάς κηκιομένα ἑλκέων Soph. [ι Epic; ῑ Attic]
ShortDef
to gush
Debugging
Headword:
κηκίω
Headword (normalized):
κηκίω
Headword (normalized/stripped):
κηκιω
IDX:
17853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17871
Key:
khki/w
Data
{'content': 'κηκίω\n κηκίς\n to gush or ooze, Od., Soph.:—Pass., αἱμάς κηκιομένα ἑλκέων Soph. [ι Epic; ῑ Attic]', 'key': 'khki/w'}