Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
κήδευμα
κηδευτής
κηδεύω
κήδιστος
κῆδος
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηκίς
κηκίω
κήλεος
κηλέω
κηληθμός
κήλημα
κήλη
κήλησις
View word page
κηδόσυνος
κηδόσυνος κηδόσυνος, ον anxious, Eur.

ShortDef

anxious

Debugging

Headword:
κηδόσυνος
Headword (normalized):
κηδόσυνος
Headword (normalized/stripped):
κηδοσυνος
IDX:
17849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17867
Key:
khdo/sunos

Data

{'content': 'κηδόσυνος\n κηδόσυνος, ον\n anxious, Eur.', 'key': 'khdo/sunos'}